- εἰστρέπομαι
- εἰστρέπομαι,A turn in, [τὰ ἐκτὸς] ἐντὸς εἰ. turn outside in, Arist. HA621a8, cf. Heliod. ap. Orib.46.10.4 :—[voice] Pass., [tense] fut.
εἰστρᾰπήσομαι Antyll.
ap. Aët.7.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰστρᾰπήσομαι Antyll.
ap. Aët.7.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειστρέπομαι — εἰστρέπομαι (Α) στρέφω προς τα μέσα … Dictionary of Greek